bn:00006539n
Noun Concept
EL
εθελοντικός οργανισμός  οργάνωση  σύνδεσμος  εθελοντικός σύλλογος  ένωση
EL
Ανθρώπινη ομάδα με συγκεκριμένους ιδεολογικούς, πολιτικούς, θρησκευτικούς κ.τ.λ. στόχους Greek Open Multilingual WordNet
English:
organization
Definitions
Relations
Sources
EL
Ανθρώπινη ομάδα με συγκεκριμένους ιδεολογικούς, πολιτικούς, θρησκευτικούς κ.τ.λ. στόχους Greek Open Multilingual WordNet
Ομάδα ανθρώπων με κοινά ενδιαφέροντα ή στόχους Wikidata