bn:00006559n
Noun Concept
EL
υπόθεση
EL
Αυτό που υποθέτει κανείς, καθετί το οποίο εκλαμβάνει ως δεδομένο ή πραγματικό, για να καταλήξει σε συμπέρασμα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτό που υποθέτει κανείς, καθετί το οποίο εκλαμβάνει ως δεδομένο ή πραγματικό, για να καταλήξει σε συμπέρασμα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations