bn:00006742n
Noun Concept
EL
αθήρωμα  αθηρώματος
EL
(ιατρική) η πλάκα που σχηματίζεται στον εσωτερικό χιτώνα των αιμοφόρων αγγείων από τη συσσώρευση, την εναπόθεση χοληστερίνης και άλλων λιπιδίων, και που προκαλεί στένωσή τους και δυσχεραίνει τη ροή του αίματος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(ιατρική) η πλάκα που σχηματίζεται στον εσωτερικό χιτώνα των αιμοφόρων αγγείων από τη συσσώρευση, την εναπόθεση χοληστερίνης και άλλων λιπιδίων, και που προκαλεί στένωσή τους και δυσχεραίνει τη ροή του αίματος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations