bn:00006747n
Noun Concept
EL
αθλητής  αθλήτρια  αθλητές  αθλητής που
EL
Αυτός που ασκείται συστηματικά με ένα ή περισσότερα αθλήματα και συνήθως συμμετέχει σε αθλητικούς αγώνες Greek Open Multilingual WordNet
English:
athletics
athlete
sports
stereotype
subculture
track and field
Definitions
Relations
Sources