bn:00006815n
Noun Concept
EL
άτομο  μικρό μόριο  σωματίδιο
EL
(γενικά) πολύ μικρό τμήμα ή ποσότητα της ύλης, σωματίδιο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(γενικά) πολύ μικρό τμήμα ή ποσότητα της ύλης, σωματίδιο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations