bn:00006969n
Noun Concept
Categories: Αρχιτεκτονικά στοιχεία κτιρίων, Δωμάτια, Ρωμαϊκή αρχιτεκτονική
EL
αίθριο  atrium
EL
Εσωτερική αυλή στο κέντρο ενός κτηρίου που έχει φυσικό φωτισμό Greek Open Multilingual WordNet
English:
architecture
Definitions
Relations
Sources
EL
Εσωτερική αυλή στο κέντρο ενός κτηρίου που έχει φυσικό φωτισμό Greek Open Multilingual WordNet
Στην αρχιτεκτονική, το αίθριο είναι μεγάλος υπαίθριος ή καλυμμένος με φεγγίτη χώρος που περιβάλλεται από ένα κτίριο. Wikipedia
BabelNet
EL
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Translations