bn:00007023n
Noun Concept
EL
προσοχή
EL
(ψυχολ.) η σταθερή επικέντρωση και προσήλωση της συνείδησης σε νοητό ή αισθητό αντικείμενο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(ψυχολ.) η σταθερή επικέντρωση και προσήλωση της συνείδησης σε νοητό ή αισθητό αντικείμενο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet