bn:00007185n
Noun Concept
EL
γένος Aureolaria  aureolaria  γένους aureolaria
EL
Μικρό γένος βοτάνων της βορείου Αμερικής που φέρει χρυσοκίτρινα λουλούδια Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μικρό γένος βοτάνων της βορείου Αμερικής που φέρει χρυσοκίτρινα λουλούδια Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations