bn:00007202n
Noun Concept
EL
ωτοσκόπιο  otoscope  auriscope  auroscope
EL
Όργανο που χρησιμοποιείται κατά την ωτοσκόπηση, το οποίο είτε αποτελείται από έναν απλό, μικρό χωνοειδή σωλήνα (απλό) είτε πρόκειται για ηλεκτρική συσκευή εφοδιασμένη με φωτεινή πηγή και φακό (ηλεκτρικό) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Όργανο που χρησιμοποιείται κατά την ωτοσκόπηση, το οποίο είτε αποτελείται από έναν απλό, μικρό χωνοειδή σωλήνα (απλό) είτε πρόκειται για ηλεκτρική συσκευή εφοδιασμένη με φωτεινή πηγή και φακό (ηλεκτρικό) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations