bn:00007301n
Noun Concept
EL
αυθεντία
EL
(για πρόσ.) ο βαθύς γνώστης επιστήμης ή τέχνης, που όσα λέει έχουν ισχύ αξιώματος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(για πρόσ.) ο βαθύς γνώστης επιστήμης ή τέχνης, που όσα λέει έχουν ισχύ αξιώματος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet