bn:00007329n
Noun Concept
Categories: Λεωφορείο
EL
λεωφορείο  πούλμαν  autobus  charabanc  motorbus
EL
Μεγάλο αυτοκίνητο με πολλές θέσεις για επιβάτες, που χρησιμοποιείται ως μέσο μαζικής μεταφοράς, εκτελώντας συγκεκριμένα δρομολόγια μέσα στην πόλη ή από πόλη σε πόλη σε τακτά, κατά κανόνα, χρονικά διαστήματα Greek Open Multilingual WordNet
English:
bus
vehicle
Definitions
Relations
Sources
EL
Μεγάλο αυτοκίνητο με πολλές θέσεις για επιβάτες, που χρησιμοποιείται ως μέσο μαζικής μεταφοράς, εκτελώντας συγκεκριμένα δρομολόγια μέσα στην πόλη ή από πόλη σε πόλη σε τακτά, κατά κανόνα, χρονικά διαστήματα Greek Open Multilingual WordNet
Το λεωφορείο είναι ένα όχημα σχεδιασμένο για την μαζική μεταφορά επιβατών. Wikipedia
Λέξη που προέρχεται από την ομώνυμη εταιρεία παραγωγής βαγονιών τραίνων και μεγάλων οχημάτων. Wikipedia Disambiguation
Όχημα σχεδιασμένο για την μαζική μεταφορά επιβατών Wikidata