bn:00007646n
Noun Concept
EL
μωρό  παιδί
EL
Ένα ανώριμο άτομο, που φέρεται σαν παιδί Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ένα ανώριμο άτομο, που φέρεται σαν παιδί Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet