bn:00007699n
Noun Concept
EL
ταμπάκος  καπνός  ταμπάκο  baccy
EL
Λεπτή σκόνη από τριμμένα φύλλα καπνού που εισπνέεται από τη μύτη Greek Open Multilingual WordNet
English:
agriculture
Definitions
Relations
Sources