bn:00008286n
Noun Concept
EL
ισθμός
EL
(μεταφορικά, ανατομία) για ό,τι μοιάζει με ισθμό στο σώμα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(μεταφορικά, ανατομία) για ό,τι μοιάζει με ισθμό στο σώμα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet