bn:00008287n
Noun Concept
Categories: Ένδυση, Σύμβολα
EL
δαχτυλίδι  δακτυλίδι  δαχτυλίδι δάχτυλο
EL
Κόσμημα από πολύτιμο συνήθως μέταλλο, σε σχήμα μικρού κρίκου που φοριέται στο δάχτυλο του χεριού Greek Open Multilingual WordNet
English:
jewellery
jewelry
Definitions
Relations
Sources
EL
Κόσμημα από πολύτιμο συνήθως μέταλλο, σε σχήμα μικρού κρίκου που φοριέται στο δάχτυλο του χεριού Greek Open Multilingual WordNet
Δακτυλίδι ή δαχτυλίδι, γενικά ονομάζεται οποιοσδήποτε κρίκος μεταλλικός,, ή άλλο υλικό που φέρεται σε ένα από τα δάκτυλα ανδρικού ή γυναικείου χεριού, είτε ως κόσμημα, είτε ως σφραγίδα, είτε ως σύμβολο εξουσίας, ή ακόμα και ως φυλακτό. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Redirections