bn:00008296n
Noun Concept
EL
επίδεσμος  επίδεσμο  επιδέσμους
EL
Στενόμακρη ταινία από ύφασμα, η οποία χρησιμοποιείται, κυρίως, για επίδεση τραυμάτων Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Στενόμακρη ταινία από ύφασμα, η οποία χρησιμοποιείται, κυρίως, για επίδεση τραυμάτων Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations