bn:00008417n
Noun Concept
EL
πτώχευση  φαλίρισμα  χρεωκοπία  αφερέγγυος  χρεωκοπώ
EL
Η νομική κατάσταση εμπόρου, εταιρείας κ.λπ. που αδυνατεί μονίμως και ολοσχερώς να ικανοποιήσει τους δανειστές του/της Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η νομική κατάσταση εμπόρου, εταιρείας κ.λπ. που αδυνατεί μονίμως και ολοσχερώς να ικανοποιήσει τους δανειστές του/της Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations