bn:00008458n
Noun Concept
EL
Βαπτιστής  προδρόμου
EL
(εκκλησία) οπαδός προτεσταντικών ομολογιών που αρνούνται το βάπτισμα κατά τη νηπιακή ηλικία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(εκκλησία) οπαδός προτεσταντικών ομολογιών που αρνούνται το βάπτισμα κατά τη νηπιακή ηλικία Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations