bn:00009411n
Noun Concept
EL
ξυλοδαρμός  ξυλοκόπημα  ξυλοφόρτωμα  ξύλο
EL
Η πράξη του να δέρνεις κάποιον με δυνατά και απανωτά χτυπήματα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η πράξη του να δέρνεις κάποιον με δυνατά και απανωτά χτυπήματα Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations