bn:00009696n
Noun Concept
Categories: Πόλεμος, Διεθνές Δίκαιο, Πολεμικές επιχειρήσεις, Στρατηγική, Στρατιωτική τακτική
EL
πολιορκία  beleaguering  πολέμου πολιορκία  πολιορκήθηκε  πολιορκίες
EL
Ο αποκλεισμός μιας οχυρωμένης περιοχής, από στρατιωτικές δυνάμεις, και η πραγματοποίηση επιθέσεων με σκοπό την κατάκτησή της Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο αποκλεισμός μιας οχυρωμένης περιοχής, από στρατιωτικές δυνάμεις, και η πραγματοποίηση επιθέσεων με σκοπό την κατάκτησή της Greek Open Multilingual WordNet
Με τον στρατιωτικό όρο πολιορκία χαρακτηρίζεται γενικά ο οποιοσδήποτε επιχειρούμενος δια των όπλων αποκλεισμός περίτειχης πόλης, καστροπολιτείας, ακρόπολης, κάστρου ή φρουρίου, ή τέλος οχυρού ή οχυρωματικής θέσης. Wikipedia