Greek
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
Translate into...
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
bn:00009696n
Noun Concept
Categories: Στρατηγική, Ναυτική τακτική, Πολεμικές επιχειρήσεις, Στρατιωτική τακτική, Πόλεμος
EL
πολιορκία  beleaguering  πολέμου πολιορκία  πολιορκήθηκε  πολιορκίες
See more
EL
Ο αποκλεισμός μιας οχυρωμένης περιοχής, από στρατιωτικές δυνάμεις, και η πραγματοποίηση επιθέσεων με σκοπό την κατάκτησή της Greek Open Multilingual WordNet
Quit
Change View
Definitions
Relations
Sources
Greek
More languages...
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
EL
Ο αποκλεισμός μιας οχυρωμένης περιοχής, από στρατιωτικές δυνάμεις, και η πραγματοποίηση επιθέσεων με σκοπό την κατάκτησή της Greek Open Multilingual WordNet
Με τον στρατιωτικό όρο πολιορκία χαρακτηρίζεται γενικά ο οποιοσδήποτε επιχειρούμενος δια των όπλων αποκλεισμός περίτειχης πόλης, καστροπολιτείας, ακρόπολης, κάστρου ή φρουρίου, ή τέλος οχυρού ή οχυρωματικής θέσης. Wikipedia