bn:00009720n
Noun Concept
EL
λάτρης  λάτρισσα  πιστός
EL
Αυτός που πιστεύει σε θρησκευτικό δόγμα, ευλαβής, ο οπαδός θρησκείας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources