bn:00009890n
Noun Concept
EL
Benedictine  βενεδικτίνη
EL
Κιτρινόχρωμο γαλλικό λικέρ που παρασκευάζεται από διάφορα βότανα από βενεδικτίνους μοναχούς Greek Open Multilingual WordNet
English:
liquor
liqueur
Definitions
Relations
Sources
EL
Κιτρινόχρωμο γαλλικό λικέρ που παρασκευάζεται από διάφορα βότανα από βενεδικτίνους μοναχούς Greek Open Multilingual WordNet
BabelNet
Greek Open Multilingual WordNet