bn:00010004n
Noun Concept
Categories: Γεωμορφολογία, Πάγος, Ωκεανογραφία
EL
παγόβουνο  παγόβουνα
EL
Τεράστια, πλωτή μάζα πάγου, η οποία έχει αποκοπεί, ιδίως από το άκρο παγετώνα, και επιπλέει στις ανοικτές θάλασσες, κυρίως της Ανταρκτικής και της Γροιλανδίας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Τεράστια, πλωτή μάζα πάγου, η οποία έχει αποκοπεί, ιδίως από το άκρο παγετώνα, και επιπλέει στις ανοικτές θάλασσες, κυρίως της Ανταρκτικής και της Γροιλανδίας Greek Open Multilingual WordNet
Παγόβουνο χαρακτηρίζεται όγκος πάγου που αποσπάται από τους πολικούς κρυσταλλώνες ή από τους παγετώνες και επιπλέει στη θάλασσα. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Translations