bn:00010277n
Noun Concept
EL
μπιντές  bidet  μπιντέ
EL
Μικρή λεκάνη, συνήθως από πορσελάνη, μόνιμα τοποθετημένη στο δάπεδο του λουτρού, η οποία χρησιμοποιείται για το πλύσιμο των γεννητικώv οργάνων και της περιοχής του πρωκτού Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μικρή λεκάνη, συνήθως από πορσελάνη, μόνιμα τοποθετημένη στο δάπεδο του λουτρού, η οποία χρησιμοποιείται για το πλύσιμο των γεννητικώv οργάνων και της περιοχής του πρωκτού Greek Open Multilingual WordNet
BabelNet
EL
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations