Greek
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
Translate into...
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
bn:00010360n
Noun Concept
Categories: Μοτοσικλέτα
EL
μοτοσικλέτα  μοτοσυκλέτα  μοτοποδήλατο  δίκυκλο  μηχανή
See more
EL
Δίτροχο μεταφορικό μέσο, με σχήμα σαν αυτό του ποδηλάτου, που κινείται με βενζινοκινητήρα μικρού κυβισμού (από 50 έως 75 κυβικά εκατοστά) και γι' αυτό δεν διαθέτει μεγάλη ιπποδύναμη ούτε αντοχή Greek Open Multilingual WordNet
Quit
Change View
Definitions
Relations
Sources
Greek
More languages...
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
EL
Δίτροχο μεταφορικό μέσο, με σχήμα σαν αυτό του ποδηλάτου, που κινείται με βενζινοκινητήρα μικρού κυβισμού (από 50 έως 75 κυβικά εκατοστά) και γι' αυτό δεν διαθέτει μεγάλη ιπποδύναμη ούτε αντοχή Greek Open Multilingual WordNet
Η μοτοσικλέτα είναι δίτροχο όχημα, που έχει παρόμοιο σχήμα με το ποδήλατο, πλην όμως κινείται με μηχανή εσωτερικής καύσης. Wikipedia
Αλλιώς και μηχανάκι Wikipedia Disambiguation