bn:00010368n
Noun Concept
EL
αμφίπλευρη συμμετρία  αμφοτερόπλευρη  διμερούς  συμμετρία
EL
Η ίδιότητα ενός σχήματος να είναι συμμετρικό ως προς ένα κάθετο επίπεδο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ίδιότητα ενός σχήματος να είναι συμμετρικό ως προς ένα κάθετο επίπεδο Greek Open Multilingual WordNet