bn:00010375n
Noun Concept
Categories: Ηπατολογία, Πεπτικό σύστημα
EL
χολαγγείο  κοινός χοληφόρος πόρος  χοληφόρος οδός  Χολαγγειόλιο  Χοληφόρο αγγείο
EL
Ο πόρος που σχηματίζεται από την συνένωση του κυστικού και των ηπατικών πόρων Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο πόρος που σχηματίζεται από την συνένωση του κυστικού και των ηπατικών πόρων Greek Open Multilingual WordNet
Χολαγγεία ή Χοληφόρα αγγεία είναι τα αγγεία που άγουν τη χολή. Wikipedia