bn:00010379n
Noun Concept
EL
ύφαλα
EL
Το τμήμα του πλοίου κάτω από την ίσαλη γραμμή, το οποίο βρίσκεται βυθισμένο μέσα στο νερό, το κατώτατο (εσωτερικό ή εξωτερικό) τμήμα σκάφους. Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το τμήμα του πλοίου κάτω από την ίσαλη γραμμή, το οποίο βρίσκεται βυθισμένο μέσα στο νερό, το κατώτατο (εσωτερικό ή εξωτερικό) τμήμα σκάφους. Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet