bn:00010398n
Noun Concept
EL
γείσο  eyeshade
EL
Προεξοχή πηλικίου ή κασκέτου που σκιάζει το μέτωπο και προστατεύει τα μάτια από τον ήλιο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Προεξοχή πηλικίου ή κασκέτου που σκιάζει το μέτωπο και προστατεύει τα μάτια από τον ήλιο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations