bn:00010483n
Noun Concept
EL
δεματιάστρα θεριστικής μηχανής  θεριστική μηχανή συνδετικό
EL
Μηχανή που αλέθει τους κόκκους και έπειτα τους δένει σε δέματα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μηχανή που αλέθει τους κόκκους και έπειτα τους δένει σε δέματα Greek Open Multilingual WordNet