bn:00010803n
Noun Concept
EL
δίθυρο  δίθυρο μαλάκιο  ελασματοβράγχια  δίθυρων  δίλοβο φυτό
EL
(ζωολογία) θαλάσσια μαλάκια που έχουν μαλακό σώμα και δίθυρο κέλυφος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(ζωολογία) θαλάσσια μαλάκια που έχουν μαλακό σώμα και δίθυρο κέλυφος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations