bn:00011197n
Noun Concept
EL
ελάττωμα  κηλίδα  ψεγάδι
EL
Άσχημο σημάδι που καταστρέφει την εμφάνιση κάποιου πράγματος ή ατόμου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Άσχημο σημάδι που καταστρέφει την εμφάνιση κάποιου πράγματος ή ατόμου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations