Greek
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
Translate into...
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
bn:00011271n
Noun Concept
Categories: Οφθαλμολογικές παθήσεις
EL
τύφλωση  οπτική διαταραχή  Οπτική βλάβη  cecity  νομικά τυφλός
See more
EL
Οπτική διαταραχή, ονομάζεται επίσης διαταραχή της όρασης ή απώλεια της όρασης, είναι η κατάσταση στην οποία ένα άτομο έχει χάσει πλήρως ή μερικώς την αίσθηση της όρασης εξαιτίας ψυχολογικών ή νευρολογικών παραγόντων. Wikipedia
Quit
Change View
Definitions
Relations
Sources
Greek
More languages...
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
EL
Οπτική διαταραχή, ονομάζεται επίσης διαταραχή της όρασης ή απώλεια της όρασης, είναι η κατάσταση στην οποία ένα άτομο έχει χάσει πλήρως ή μερικώς την αίσθηση της όρασης εξαιτίας ψυχολογικών ή νευρολογικών παραγόντων. Wikipedia