bn:00011357n
Noun Concept
Categories: Όροι για άνδρες, Οικογένεια
EL
αδελφός  αδερφός
EL
Πρόσωπο αρσενικού φύλου, με το οποίο έχει κάποιος κοινούς γονείς Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Πρόσωπο αρσενικού φύλου, με το οποίο έχει κάποιος κοινούς γονείς Greek Open Multilingual WordNet
Αδελφός, ή αδερφός ονομάζεται το αρσενικό τέκνο μιας πολυμελούς οικογένειας. Wikipedia
Συγγενική σχέση Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Translations