bn:00011389n
Noun Concept
EL
ορός  ορός αίματος  ορρός  ορό  ορό του αίματος
EL
Το κιτρινωπό υγρό που απομένει αν απομακρυνθούν τα έμμορφα συστατικά του αίματος (αιμοσφαίρια και αιμοπετάλια) και οι ουσίες οι οποίες προκαλούν την πήξη του αίματος Greek Open Multilingual WordNet
English:
blood
medicine
Definitions
Relations
Sources
EL
Το κιτρινωπό υγρό που απομένει αν απομακρυνθούν τα έμμορφα συστατικά του αίματος (αιμοσφαίρια και αιμοπετάλια) και οι ουσίες οι οποίες προκαλούν την πήξη του αίματος Greek Open Multilingual WordNet
Το νερό και τα διαλυτά συστατικά του αίματος, εκτός του ινωδογόνου Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations
EL