bn:00011437n
Noun Concept
EL
σπίλος  σπίλωμα
EL
Πράξη η οποία προσβάλλει ή χαρακτηρίζει ηθικά απαράδεκτο το άτομο που το κάνει Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Πράξη η οποία προσβάλλει ή χαρακτηρίζει ηθικά απαράδεκτο το άτομο που το κάνει Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet