bn:00011454n
Noun Concept
EL
ανεμιστήρας
EL
Το μηχάνημα που παράγει ρεύμα αέρος, ανανεώνοντας ή δροσίζοντας την ατμόσφαιρα κλειστού χώρου, με την περιστροφική κίνηση μίας ή περισσοτέρων ελικοειδών επιφανειών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το μηχάνημα που παράγει ρεύμα αέρος, ανανεώνοντας ή δροσίζοντας την ατμόσφαιρα κλειστού χώρου, με την περιστροφική κίνηση μίας ή περισσοτέρων ελικοειδών επιφανειών Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet