bn:00011769n
Noun Concept
EL
μέρος σώματος  μέρος του σώματος
EL
Οποιοδήποτε τμήμα ενός οργανισμού όπως π.χ. τα όργανα, τα άκρα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Οποιοδήποτε τμήμα ενός οργανισμού όπως π.χ. τα όργανα, τα άκρα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations