bn:00011829n
Noun Concept
EL
βραστήρας  κατσαρόλα  χύτρα  βραστήρα  ηλεκτρικό βραστήρα
EL
Μεταλλικό σκεύος, συνήθως με καπάκι , που χρησιμοποιείται για το βρασμό υγρών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources