bn:00011832n
Noun Concept
EL
boilersuit  φόρμα δουλειάς  boiler suit  utility boiler suit  κοστούμι λέβητα
EL
Ειδική ενδυμασία εργαζομένων, συνήθως μονοκόμματη, κατάλληλη ώστε να αντέχει στις φθορές και στο λέρωμα που συνεπάγονται ορισμένες δουλειές Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ειδική ενδυμασία εργαζομένων, συνήθως μονοκόμματη, κατάλληλη ώστε να αντέχει στις φθορές και στο λέρωμα που συνεπάγονται ορισμένες δουλειές Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
Wikidata Alias
WordNet Translations