bn:00011853n
Noun Concept
EL
κορμός  κορμό δέντρου  κορμό
EL
Το κύριο μέρος του δέντρου από την επιφάνεια του εδάφους μέχρι εκεί όπου αρχίζει να χωρίζεται σε κλαδιά ή ώς την κορυφή του ,αν δεν διακλαδώνεται Greek Open Multilingual WordNet
English:
botany
Definitions
Relations
Sources
EL
Το κύριο μέρος του δέντρου από την επιφάνεια του εδάφους μέχρι εκεί όπου αρχίζει να χωρίζεται σε κλαδιά ή ώς την κορυφή του ,αν δεν διακλαδώνεται Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations