bn:00011984n
Noun Concept
EL
δουλεία  slaveowner  thralldom  δουλείας  σκλάβο
EL
Η κατάσταση του να είναι κάποιος απόλυτα εξαρτημένος από κάποιον ή από κάτι, του να βρίσκεται υπό τον έλεγχο κάποιου άλλου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η κατάσταση του να είναι κάποιος απόλυτα εξαρτημένος από κάποιον ή από κάτι, του να βρίσκεται υπό τον έλεγχο κάποιου άλλου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations
Wikipedia Translations