bn:00011999n
Noun Concept
Categories: Σκελετικό σύστημα
EL
οστό  κόκαλο  κόκκαλο  οστά  οστούν
EL
Καθένα από τα σκληρά τμήματα του σκελετού των ανθρώπων και των σπονδυλωτών ζώων στα οποία επικάθεται η σάρκα· κόκαλο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Καθένα από τα σκληρά τμήματα του σκελετού των ανθρώπων και των σπονδυλωτών ζώων στα οποία επικάθεται η σάρκα· κόκαλο Greek Open Multilingual WordNet
Τα οστά ή αλλιώς κόκκαλα είναι υπόλευκοι, σκληροί και ανθεκτικοί ιστοί. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias
Wikipedia Translations