bn:00012047n
Noun Concept
Categories: Ανατομία των θηλαστικών, Ανθρώπινη σεξουαλικότητα, Μαστός, Σεξουαλικότητα, Σεξουαλική έλξη
EL
στήθος  μαστός  βυζί  στέρνο  Άλως μαστού
EL
Οι μαστοί της γυναίκας και το τμήμα του θώρακα που βρίσκεται πάνω από αυτούς Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Οι μαστοί της γυναίκας και το τμήμα του θώρακα που βρίσκεται πάνω από αυτούς Greek Open Multilingual WordNet
Ο μαστός αποτελεί ημισφαιρική λιπώδη πτυχή του δέρματος στο πρόσθιο θωρακικό τοίχωμα, ο οποίος περιέχει τον μαστικό ή μαζικό αδένα και είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένος στις γυναίκες μετά την εφηβεία. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations