bn:00012166n
Noun Concept
EL
μπότες  μπότα  μπότες εργασίας
EL
Παπούτσι κλειστό και ψηλό έτσι ώστε να καλύπτει το πόδι συνήθως ως το γόνατο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources