bn:00012171n
Noun Concept
EL
κλοτσιά  λάκτισμα  κλοτσιές  κλωτσιά  κλωτσιά τσεκούρι
EL
Η ενέργεια του χτυπήματος με το πόδι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources