bn:00012680n
Noun Concept
EL
μυαλό, νοημοσύνη, νοητική ικανότητα, ευστροφία, εξυπνάδα, ευφυϊα  διανοητική ικανότητα  ικανότητα μάθησης  πνευματικού δυναμικού
EL
Η διανοητική ικανότητα ενός προσώπου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources