bn:00012749n
Noun Concept
EL
διακλάδωση
EL
Ο χωρισμός ενός συνόλου σε δύο ή περισσότερα τμήματα ή κατευθύνσεις Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο χωρισμός ενός συνόλου σε δύο ή περισσότερα τμήματα ή κατευθύνσεις Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations