bn:00013043n
Noun Concept
EL
δωροδοκία
EL
Πληρωμή σε κάποιον που έχει μία θέση προκειμένου να αλλάξει την κρίση του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Πληρωμή σε κάποιον που έχει μία θέση προκειμένου να αλλάξει την κρίση του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations