bn:00013121n
Noun Concept
EL
λάμψη  λαμποκόπημα  φεγγοβόλημα  φωτεινότητα  φωτεινότητας
EL
Το φως που εκπέμπεται από φωτεινή πηγή, η ακτινοβολία Greek Open Multilingual WordNet
English:
color
Definitions
Relations
Sources
EL
Το φως που εκπέμπεται από φωτεινή πηγή, η ακτινοβολία Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations